πολλαπλασιαστέος

πολλαπλασιαστέος
-α, -ο
1. αυτός που πρέπει να πολλαπλασιαστεί.
2. (αριθμ.), το αρσ. ως ουσ., πολλαπλασιαστέος ο αριθμός που πρόκειται να επαναληφθεί, να πολλαπλασιαστεί επί άλλον αριθμό (τον πολλαπλασιαστή).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασιαστέος — α, ο, Ν 1. αυτός που οφείλει να αυξηθεί 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολλαπλασιαστέος μαθημ. ο αριθμός που πρόκειται να πολλαπλασιαστεί επί άλλον, ο οποίος καλείται πολλαπλασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλασιάζω + κατάλ. τέος (πρβλ. αφαιρε τέος, διαιρε… …   Dictionary of Greek

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιασμός — ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω] αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος νεοελλ. 1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιαστής — ο 1. αυτός που πολλαπλασιάζει, που αυξαίνει. 2. (μαθημ.), ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός: Οι όροι της πράξης του πολλαπλασιασμού είναι ο πολλαπλασιαστής, ο πολλαπλασιαστέος και το γινόμενο. 3. κάθε εργαλείο ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”